- ξυλοπέδη
- η колодки, деревянные оковы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξυλοπέδη — ξυλοπέδη, ἡ (ΑΜ) ξύλινος ποδόδεσμος με τον οποίο έδεναν και ακινητοποιούσαν τα πόδια τών καταδίκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πέδη «δεσμός» (πρβλ. τροχο πέδη)] … Dictionary of Greek
ξυλοπέδῃ — ξυλοπέδη log of wood tied to the feet fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλοπέδαις — ξυλοπέδη log of wood tied to the feet fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλοπέδας — ξυλοπέδᾱς , ξυλοπέδη log of wood tied to the feet fem acc pl ξυλοπέδᾱς , ξυλοπέδη log of wood tied to the feet fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
NERVUS — Festo ferreum fuit vinculum, quô pedes impediebantur; aliis ex ligno fuit, unde Ξυλοπέδη Plauto: qui eô etiam cervices vinciri solitas esse, docet. Mentio eius in Legg. XII. Tabb. ubi de eo, qui solvendo non erat, Vincito aut Nervô, aut… … Hofmann J. Lexicon universale
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek